- συνόρευση
- συνόρευση, η και συνόρεμα, το, -ατοςτο να συνορεύει κάποια χώρα με άλλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνόρευση — η, Ν το να συνορεύει κανείς με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνορεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συνόρευσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συνορία — και ιων. τ. συνορίη, ἡ, Α [σύνορος] συνόρευση, το να έχει κανείς κοινά σύνορα με κάποιον … Dictionary of Greek
συνόρε(υ)μα — το, Ν [συνορεύω] συνόρευση … Dictionary of Greek
συνόριον — τὸ, Α [σύνορος] συνορία*, συνόρευση … Dictionary of Greek